- λοβῶν
- λοβόςlobe of the earmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λόβων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λόβον — Λόβων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λόβους — Λόβων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζύγαινα — (zygaena). Ψάρι της οικογένειας των καρχαρινιδών, της τάξης των πλευροτρημάτων, με χαρακτηριστικό κεφάλι σε σχήμα Τ. Τα μάτια του βρίσκονται στα άκρα των δύο λοβών του κεφαλιού. Το στόμα, μεγάλο και τοξοειδές, φέρει ισχυρά μυτερά δόντια σε 3 ή 5… … Dictionary of Greek
παραγνάθος — η ζωολ. στον πληθ. οι παραγνάθοι α) ζεύγος φυλλοειδών λοβών τού μεταστόματος που βρίσκεται πίσω από τις σιαγόνες τών περισσότερων καρκινοειδών β) ζεύγος λοβών τού υποφάρυγγα ορισμένων εντόμων γ) μικρές κοφτερές και σκληρές σιαγόνες ορισμένων… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη … Dictionary of Greek
μεσολοβίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή που εντοπίζεται μεταξύ δύο πνευμονικών λοβών … Dictionary of Greek
παραγλώσσες — οι εντομολ. χιτινώδη εξαρτήματα, είδος λοβών που εκφύονται από το κάτω χείλος τών εντόμων και βρίσκονται εκατέρωθεν ενός άλλου εξαρτήματος, τού γλωσσιδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. paraglossae (< παρ[α] * + γλώσσα)] … Dictionary of Greek